-
1 рефрижераторный
επ.του ψυγείου•-аяустановка εγκατάσταση ψυγείου.
|| με ψυγείο•автомобиль αυτοκίνητο-ψυγείο•
-ое судно σκάφος—ψυγείο.
-
2 вагон
το (σιδηροδρομικό) όχημαразг. το βαγόνι (ξεν.)пассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -саморазгружающийся - αυτοεκφορτιζόμενο/ανατρεπόμενο -спальный - η κλινάμαξα, το βαγκόν-λι (ξεν.)товарный - φορτηγό/εμπορικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон
-
3 контейнер
1. (тара) το εμπορευματοκιβώτιο, το κοντέινερ (ξεν.) 2. (приспособление, тара) το δοχείο, ο υποδοχέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контейнер